Νέα

Τα πολιτισμικά τοπία των ξερολιθικών κατασκευών στο Οικομουσείο Ζαγορίου
Κανελλοπούλου Γεωργία
Υπ. Διδάκτωρ, Διαχείριση Πολιτισμικού Περιβάλλοντος και Νέες Τεχνολογίες

Περίληψη
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το Τοπίο του Συμβουλίου της Ευρώπης, ως τοπίο ορίζεται: «μια περιοχή, η αντίληψη για την οποία διαμορφώνεται από τους ανθρώπους που ζουν εκεί, των οποίων ο χαρακτήρας είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης των φυσικών και/ή των ανθρωπογενών παραγόντων». Η παράλληλη καταγραφή μιας διεθνούς αναγνώρισης της σύνθεσης φύσης-πολιτισμού εγείρει την ανάγκη διατήρησης των τοπίων στην ολότητά τους. Επιπλέον, όλα τα τοπία συνίστανται σε μια φυσική, αλλά συγχρόνως και σε μια πολιτισμική διάσταση. Επομένως ο πολυδιάστατος χαρακτήρας ενός τοπίου ως απότοκο της αλληλεπίδρασης φύσης και πολιτισμού εισάγει την έννοια του πολιτισμικού τοπίου (Cultural Landscape).
Η αλληλεπίδραση μεταξύ ανθρώπου και φύσης έχει δημιουργήσει ποικιλόμορφα δείγματα πολιτισμικής κληρονομιάς, αναγνωρίζοντας ότι τα πολιτισμικά τοπία δεν είναι μουσειακά αντικείμενα αλλά κατοικημένα, ζωντανά τοπία. Η ερμηνευτική προσέγγιση σε αυτά τα τοπία ξεκινά από τη σημασία του αρχικού στοιχείου, το οποίο διατηρείται επί τόπου, και προχωρά στην ιδιαιτερότητα του άμεσου φυσικού χώρου σχετικά με την πολιτισμική ιστορία του, με τρόπο ολιστικό και διεπιστημονικό. Τα ξερολιθικά τοπία αποτελούν δείγμα άριστης γραφής πολιτισμικών τοπίων.

Η ολιστική και διεπιστημονική προσέγγιση των ξερολιθικών κατασκευών της περιοχής του Ζαγορίου καταδεικνύεται από την ίδια τη φυσιογνωμία του τοπίου, καθώς αποτελεί μια αδιάσπαστη γεωπεριβαλλοντική και πολιτισμική ενότητα. Ως εκ τούτου η ερμηνεία του πολιτισμικού ξερολιθικού τοπίου πραγματοποιείται με την ταυτόχρονη σύνθεση του πολύπλοκου δικτύου αλληλεπίδρασης των παραπάνω ενοτήτων. Η δυναμική αλληλεπίδραση της πολιτισμικής και φυσικής κληρονομιάς χρησιμοποιείται στην αφήγηση των πολιτισμικών διαδρομών σε ξερολιθικές κατασκευές όπως σκάλες, καλντερίμια, νερόμυλοι και γεφύρια στο πλαίσιο λειτουργίας του «Οικομουσείου Ζαγορίου». Η ερμηνευτική λειτουργία των πολιτισμικών διαδρομών αγκαλιάζει το σύνολο της κληρονομιάς, προχωρώντας πέρα από την επιτόπου ερμηνεία του παρελθόντος στην ταυτόχρονη σύνδεση με την τοπική κοινωνία και την εξέλιξη της.

Εισαγωγή
Το τοπίο (Landscape) αποτελεί μια πολυσύνθετη έννοια γεωλογίας, γεωμορφολογίας, οικολογίας, πολιτισμικής κληρονομιάς και ανθρώπινης παρέμβασης. Κατά την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για το Τοπίο του Συμβουλίου της Ευρώπης, ως τοπίο ορίζεται: «μια περιοχή, η αντίληψη για την οποία διαμορφώνεται από τους ανθρώπους που ζουν εκεί, των οποίων ο χαρακτήρας είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης των φυσικών και/ή των ανθρωπογενών παραγόντων ». Ο ορισμός αυτός εισάγει την έννοια της ατομικής αντίληψης για το τοπίο και εγείρει τη γόνιμη πρόκληση της διεπιστημονικότητας για την περιγραφή του. Επί της ουσίας στοιχειοθετείται μια «τοπική ταυτότητα» βασισμένη σε ένα πολυδιάστατο περιβάλλον, το οποίο ορίζει τη μοναδικότητα του κάθε τοπίου.
Παράλληλα, μια διεθνώς αυξανόμενη αναγνώριση της σύνθεσης φύσης-πολιτισμού είναι σε εξέλιξη εγείροντας την ανάγκη διατήρησης των τοπίων στην ολότητά τους. Οι Tress et al. (2001) σημειώνουν: όλα τα τοπία συνίστανται σε μια φυσική αλλά συγχρόνως και σε μια πολιτισμική διάσταση. Επομένως ο πολυδιάστατος και πολυλειτουργικός χαρακτήρας ενός τοπίου ως απότοκο της διεπαφής φύσης και πολιτισμού εισάγει την έννοια του πολιτισμικού τοπίου (Cultural Landscape).
Η UNESCO (1996) στον οδηγό της Σύμβασης για την Προστασία της Παγκόσμιας Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονομιάς στο άρθρο 1 ορίζει τα πολιτισμικά τοπία ως γεωγραφικές περιοχές, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το συνδυασμένο έργο της φύσης και του ανθρώπου. Απεικονίζουν την εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας κατά την πάροδο του χρόνου, υπό την επίδραση των φυσικών περιορισμών και/ή δυνατοτήτων που παρουσιάζει το φυσικό τους περιβάλλον, αλλά και διαδοχικών κοινωνικών, οικονομικών και πολιτισμικών δυνάμεων, τόσο εξωτερικών όσο και εσωτερικών.
Το Διεθνές Συμβούλιο Μνημείων και Τοποθεσιών (ICOMOS), στη Διακήρυξη για τα Τοπία Κληρονομιάς (2009), εστιάζει στα πολιτισμικά τοπία ορίζοντας τα ως την αλληλεπίδραση ανθρώπων και φύσης κατά την πάροδο του χρόνου. Αποτελούν ζωντανά τοπία, που αλλάζουν με τον ίδιο ρυθμό με τον οποίο ο πολιτισμός, το κλίμα και ο φυσικός περίγυρος αλλάζουν εντός και γύρω από αυτά. Έτσι ο χαρακτήρας του τοπίου αντικατοπτρίζει τις αξίες των ανθρώπων που το διαμόρφωσαν και που συνεχίζουν να ζουν σε αυτό.
Η αλληλεπίδραση μεταξύ ανθρώπου και φύσης έχει δημιουργήσει ποικιλόμορφα δείγματα πολιτισμικής κληρονομιάς (Maurano, 2003) και τα πολιτισμικά τοπία δεν είναι μουσειακά αντικείμενα αλλά κατοικημένα και ζωντανά τοπία. Η ερμηνευτική προσέγγιση ξεκινά από τη σημασία του αρχικού στοιχείου, το οποίο διατηρείται επί τόπου (in situ), και προχωρά στην ιδιαιτερότητα του άμεσου χώρου σχετικά με την πολιτισμική και φυσική ιστορία του, με τρόπο ολιστικό και διεπιστημονικό.
Πιο συγκεκριμένα, σε ένα Οικομουσείο (Ecomuseum), το οποίο εξ’ ορισμού υπερκαλύπτει την έννοια του site museum, ο εκθεσιακός χώρος διασπά τη συμβατική αντίληψη του περιορισμού του στο κέλυφος ενός κτιρίου και εκτείνεται σε ένα μικρό ή μεγάλο τμήμα του φυσικού και ανθρωπογενούς τοπίου, εμπεριέχοντας και αναδεικνύοντας τις διάφορες παραμέτρους που το ταυτοποιούν. Η ερμηνευτική του λειτουργία αγκαλιάζει το σύνολο της κληρονομιάς, προχωρώντας πέρα από την επιτόπου ερμηνεία του παρελθόντος (δε δημιουργείται μια νησίδα παρελθοντικού χρόνου μέσα στο σύγχρονο κόσμο) στην ταυτόχρονη σύνδεση με την τοπική κοινωνία και την εξέλιξη της (Maggi & Falletti, 2000). Έτσι αντανακλώνται οι αντιλήψεις της Νέας Μουσειολογίας, οι οποίες προβάλλουν το διεπιστημονικό χαρακτήρα των μουσείων, την οργανική τους σύνδεση με την τοπική κοινωνία στην οποία αναπτύσσονται, την ολιστική ερμηνευτική προσέγγιση, την διατήρηση των τεκμηρίων στον φυσικό τους χώρο και τη συμμετοχική διαχείριση.

Το ξερολιθικό τοπίο ως πολιτισμικό τοπίο
Μια ξερολιθική κατασκευή μετασχηματίζει το φυσικό χώρο σε ανθρωπογενές τοπίο αναπτύσσοντας σχέσεις μεταξύ ανθρώπου και φυσικού περιβάλλοντος. Οι σχέσεις αυτές δημιουργούν μια τοπική ταυτότητα και στοιχεία τοπικού πολιτισμού (έννοιες, σύμβολα, σημασίες). Στις πολιτισμικές αυτές εντοπιότητες οφείλεται, άλλωστε, και το ότι από μέρος σε μέρος διαφέρουν οι ονομασίες και οι τεχνικοί όροι που αναφέρονται στις διάφορες χρήσεις της ξερολιθιάς (Βερνίκος κά, 2001).
Η αναγνώριση των ξερολιθικών τοπίων ως πολιτισμικών τοπίων μας ωθεί στην αναζήτηση και την καταγραφή των ξερολιθικών κτισμάτων ενός τόπου. Η προστασία και ανάδειξη του ξερολιθικού τοπίου οδηγεί επίσης στην αναζήτηση ενός πλήθους σχέσεων που αναπτύσσει κάθε ξερολιθική κατασκευή. Εγγράφεται επί της ουσίας η ιστορία των ανθρώπων στο ξερολιθικό πολιτισμικό τοπίο εναποθέτοντας σε αυτό τις αποφασιστικές προόδους στη βελτίωση των συνθηκών της ζωής των τοπικών κοινωνιών.

Περιοχή μελέτης
Η ολιστική προσέγγιση του υπό μελέτη τοπίου στην περιοχή του Ζαγορίου Ιωαννίνων υπαγορεύτηκε από την ίδια τη φυσιογνωμία του τοπίου, καθώς αποτελεί μια αδιάσπαστη ιστορική, γεωπεριβαλλοντική και αρχιτεκτονική ενότητα. Το Ζαγόρι βρίσκεται εντός των ορίων των προστατευόμενων περιοχών Γεωπάρκου Βίκου-Αώου & Εθνικό Πάρκο Βορείας Πίνδου και ταυτόχρονα αποτελεί ένα ιδιαίτερο δίκτυο πολιτισμικών τοπίων σύμφωνα με τα περισσότερα κριτήρια που θέτουν οι Lennon (1996), Mitchell και Buggey (2000) και Wu (2010):
(α) Ενσωματώνει τα διακριτά χαρακτηριστικά ενός τύπου, μιας περιόδου ή μιας μεθόδου οικοδόμησης.
(β) Έχει προσφέρει, ή κατά πάσα πιθανότητα μπορεί να προσφέρει, σημαντική πληροφορία για την προϊστορία ή την ιστορία.
(γ) Παρουσιάζει σημαντικά στοιχεία φυσικής και πολιτισμικής κληρονομιάς.
(δ) Αποτυπώνει τη στενή αλληλεπίδραση μεταξύ φύσης και πολιτισμού.
Στο παρόν άρθρο η σκιαγράφηση του ξερολιθικού τοπίου ως πολιτισμικού τοπίου, αφορά στα υλικά δημιουργήματα του ανθρώπου στον φυσικό χώρο, όπως αυτά διαμορφώθηκαν κατά το 18ο και 19ο αιώνα. Σκάλες, γεφύρια, υδρόμυλοι, βρύσες, καλύβες, αλώνια, αναβαθμοί, χάνια, ξωκλήσια και εικονίσματα, εναρμονίζονται με δάση, βράχους, φαράγγια, σπηλιές, πηγές, ποτάμια. Οι κατασκευές αυτές εξηγούν, με τον τρόπο τους, την οργάνωση του χώρου, τη συγκρότηση της κοινωνίας και κυρίως τις παραγωγικές σχέσεις της εποχής.
Μεθοδολογία
Η ολοκληρωμένη ανάδειξη των πολιτισμικών τοπίων θα πραγματοποιηθεί με την ανάπτυξη πολιτισμικών διαδρομών. Οι πολιτισμικές διαδρομές συγκροτούν από τη φύση τους ένα προνομιακό πεδίο τεκμηρίωσης λόγω του ανοικτού και δυναμικού τους χαρακτήρα εφόσον εγγράφονται σε έναν φυσικό χώρο, από τα χαρακτηριστικά του οποίου διαμορφώνεται ένα ανθρωπογενές τοπίο στα πλαίσια μιας διαδραστικής διαδικασίας. Μια πολιτισμική διαδρομή υποδηλώνεται από τα υλικά στοιχεία, τα οποία τη συγκροτούν στο χώρο, ενώ προσλαμβάνει το ιδιαίτερο περιεχόμενο και νόημά της από τα στοιχεία της τοπικής κληρονομιάς.
Βασικές προϋποθέσεις για την επιτυχή διερεύνηση και τεκμηρίωση μιας πολιτισμικής διαδρομής είναι η διεπιστημονική της προσέγγιση ώστε να αναγνωριστεί η ιδιαίτερη ταυτότητά της και να στοιχειοθετηθούν τα υλικά και άυλα πολιτισμικά στοιχεία, τα οποία αρθρώνονται στο χρόνο και στο γεωγραφικό χώρο, χάρη στη συνάντηση και στο διάλογο, στη συναλλαγή και στην ανταλλαγή μεταξύ των ανθρώπων και των ιστορικών περιόδων που αυτοί έζησαν και ζουν.
Κάθε πολιτισμική διαδρομή συνοδεύεται από μια δομημένη αφήγηση με κεντρικό άξονα τη σχέση ανθρώπου-φύσης για κάθε ένα ξερολιθικό πολιτισμικό τοπίο (Nagy, 2012), η οποία θα λειτουργεί ως μια εφαρμοσμένη πρακτική ερμηνείας του πολιτισμικού τοπίου, αποσκοπώντας στην καλλιέργεια συνείδησης των επισκεπτών σχετικά με το τοπίο (landscape conscience). Η «συνείδηση τοπίου» αποτελεί το σύνολο των πνευματικών, συναισθηματικών και βιωματικών δεσμών που χαρακτηρίζουν τις σχέσεις ενός ανθρώπου ή ενός λαού με τα τοπία του (Παυλής, 2012).

Οι Πολιτισμικές Διαδρομές στα Ξερολιθικά Τοπία του Οικομουσείου Ζαγορίου
Η δομημένη αφήγηση λειτουργεί ως μια αφετηρία μιας δημιουργικής συνομιλίας για τις χωρικές σχέσεις (τοπογεωγραφία) και τα σημεία αναφοράς στο χώρο (τοπόσημα). Τόποι που έχουν συνδεθεί στενά με τη συλλογική μνήμη, που έχουν αποκτήσει συμβολική σημασία για την τοπική κοινωνία, που συνδέθηκαν με τις καθημερινές εμπειρίες, προσανατολίζοντας το χώρο, διευκολύνοντας την επικοινωνία και τη συνέχεια μεταξύ των γενεών. Στοιχειοθετείται έτσι μια αφήγηση για το ξερολιθικό τοπίο χρησιμοποιώντας ως «εκθέματα» όλα τα αντικείμενα του περιβάλλοντα χώρου. Τα αντικείμενα εμπεριέχονται σε μια ερμηνεία την οποία παρέχει η ίδια η κοινότητα και την οποία τοποθετεί σε επιστημονική βάση η ομάδα μελέτης. Η δομημένη αφήγηση απελευθερώνει από τα συμβατικά δεσμά του μουσείου ώστε ο επισκέπτης να οδηγηθεί σε περιπάτους εντός του ξερολιθικού τοπίου σε συνομιλία με την τοπική κοινωνία.
Κάθε πολιτισμική διαδρομή έχει το χαρακτήρα της με σημεία που διαμορφώνουν ως σύνολο την ιδιαίτερη φυσιογνωμία της περιοχής καταδεικνύοντας στον επισκέπτη τους άρρηκτους δεσμούς της ξερολιθικής τέχνης με την τοπική κοινωνία. Στόχος είναι να αποκαλυφθούν σταδιακά μέσα από διαδρομές και στάσεις το πώς διαμορφώθηκε και λειτούργησε ο χώρος μέσα στο χρόνο, στην ιστορία και στην καθημερινότητα των κατοίκων του. Η λογική είναι ότι ο ίδιος ο χώρος μπορεί να αφηγηθεί την ιστορία του και οι συνήθειες της κοινότητας να γίνουν καλύτερα κατανοητές κατά την περιήγηση. Η ιστορία αποκαλύπτεται σταδιακά εφόσον αποτυπώνεται στις κατασκευές και η καθημερινότητα περιστρέφεται γύρω από το τραχύ ανάγλυφο και το τελευταίο με τη σειρά του υποστηρίξει και γεννά τις ξερολιθικές κατασκευές.
Ο άξονας που διαπερνά όλες τις δομημένες αφηγήσεις είναι η αμφίδρομη σχέση της τοπικής κοινωνίας με το ξερολιθικό τοπίο, στο πώς δηλαδή αυτές επέδρασαν στη σκέψη και στις συνήθειες των ανθρώπων που κατοίκησαν και εξακολουθούν να κατοικούν σε αυτό το τοπίο. Ως εκ τούτου, κάθε αφήγηση ισοδυναμεί επί της ουσίας με μια ιστορική αφήγηση των ίδιων των ξερολιθικών κατασκευών, των οποίων η ύπαρξη ισοδυναμεί με διαδικασίες όπως η νομαδική κτηνοτροφία, η μετακίνηση των μαστόρων, η παραγωγή του ψωμιού, κτλ. Στόχος είναι να παρουσιαστεί η σχέση μεταξύ της τεχνικής γνώσης και του ανθρώπου, της φύσης και του πολιτισμού, του παρελθόντος και του παρόντος.

Το παράδειγμα του γεφυριού
Η οπτική επικοινωνία δεν αποκαλύπτει πλήρως στις αισθήσεις του ανθρώπου την απόλυτη αλήθεια για το ξερολιθικό τοπίο, διότι το τελευταίο ενυπάρχει και αποκαλύπτεται μέσα από τις σχέσεις και το βιόκοσμο που δημιουργεί. Για παράδειγμα, ένα μεμονωμένο γεφύρι της προβιομηχανικής περιόδου γεφυρώνει εκ πρώτης όψεως έναν ποταμό, κάνει εύκολο το πέρασμα και απομακρύνει τον κίνδυνο διάβασης, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου το νερό είναι άφθονο. Το γεφύρι, όμως, ταυτόχρονα είναι και το δίκτυο των σχέσεων μεταξύ των χωριών, το δίκτυο των εμπορικών δρόμων και των επαφών, τα ταξίδια των εμπόρων και των ταξιδευτών, η διακίνηση των αγαθών και των ζώων, αλλά και οι θρύλοι για το στερέωμα που πιθανόν να απαιτούσε ανθρωποθυσία. Στην ουσία ανήκει στα δεδομένα εκείνα που ως στοιχεία ανθρωπογενούς παρέμβασης καθορίζουν την ένταξη του ανθρώπου στο περιβάλλον του, την απουσία της διακινδύνευσης, τη χαλιναγώγηση των στοιχείων της φύσης και την άρση των καταναγκασμών της. Ένα γεφύρι δεν είναι απλά λοιπόν η επίλυση ενός τεχνικού προβλήματος, αλλά και η τεχνική αρτιότητα των μαστόρων του, η ιστορική ανάδυση των τεχνικών μια δεδομένη χρονική στιγμή, καθώς και η ίδια η ανάγκη των ανθρώπων να μετακινηθούν, να εμπορευτούν, να ξενιτευτούν για εύρεση εργασίας.
Αλλά και το τοπίο με την παρουσία του γεφυριού αρχίζει να συμμετέχει στην ιστορία των ανθρώπων. Αρχίζουν να εναποτίθενται σε αυτό οι αποφασιστικές πρόοδοι στη βελτίωση των συνθηκών της ζωής των τοπικών κοινωνιών, οι αλλαγές στην οικονομία των όμορων του γεφυριού περιοχών και οι δυνατότητες που προσφέρει στην ανάγνωση του ξερολιθικού πολιτισμικού τοπίου. Αποκαλύπτεται επομένως η συσσώρευση της ιστορίας, άπαξ και εγκαθιδρυθούν εντός του τοπίου οι ενδιάμεσοι σταθμοί, οι οποίοι δημιουργούν σχέσεις και καλλιεργούν δίκτυα.
Εν κατακλείδι, το γεφύρι, μέσω της μορφικότητάς του και των λειτουργιών του, αρχίζει εκεί όπου βρίσκει χώρο η επικοινωνία των ανθρώπων. Αξίζει, συνεπώς, να το ερευνήσουμε όχι μόνο ως τη σύνθεση των υλικών του, αλλά ως τόπο επικοινωνίας και όλη του η ύπαρξη να ερμηνευθεί ακριβώς στην ύπαρξή του να καθιστά εφικτή την προσβασιμότητα των τόπων. Ως εκ τούτου, η συνειδητοποίηση για το γεφύρι ξεπερνά τον εντοπισμό του σε ένα γεωγραφικό μήκος και πλάτος, γεγονός το οποίο καθιστά τις ξερολιθικές κατασκευές στοιχεία που ενοποιούν το χώρο.

Βιβλιογραφία
Ελληνική:
Βερνίκος Ν. Δασκαλοπούλου Σ. Παυλογεωργάτος Γ. (2001). Πρόταση ταξινόμησης ξερολιθικών κατασκευών, Διεθνής επιστημονική ημερίδα: “O δομικός λίθος στα μνημεία”, Αθήνα & Μυτιλήνη, σελ. 265-276
Παυλής Ε. (2012). Προς μια γεωγραφική προσέγγιση της συνείδησης με εφαρμογή στο τοπίο: Η περίπτωση της ελληνικής υπαίθρου. Διδακτορική διατριβή. Πανεπιστήμιο Αιγαίου
Ξενόγλωσση:
ICOMOS (2009). World Heritage Cultural Landscapes. UNESCO-ICOMOS Documentation Centre
Lennon J. (1996). Cultural Landscape Management-Guidelines for identifying, assessing and managing Cultural Landscapes in the Australian National Parks. Cultural Heritage Working Group
Maggi M. Falletti V. (2000). Ecomuseums in Europe. What they are and what they can be. Instituto Ricerche Economico-Sociali del Piemonte. Working Paper 187
Maurano C. (2003). International Centre for Mediterranean Landscapes, in Cultural landscapes: the challenges of Conservation. World Heritage Papers. World Heritage 2002. Ferrara. Italy
Mitchell N. and Buggey S. (2000). Protected Landscapes and cultural landscapes: taking advantage of diverse approaches. The George Wright Forum. vol. 17, no.1, pp. 35-46
Nagy K. (2012). Heritage tourism, thematic routes and possibilities for Innovation. Club of Economics in Miskolc. TMP. Vol. 8. (1). pp. 46-53
Tress B., Tress G., Décamps H. and d’Hauteserre A.-M. (2001). Bridging human and natural sciences in landscape research. Landscape and Urban Planning. 57. pp.137-141
UNESCO (United Nations Educational, Scientific, and Cultural Organization), 1996, Operational Guidelines for the Implementation of the World Heritage Convention, Paris
Wu J. (2010). Landscape of culture and culture of landscape: does landscape ecology need culture? Landscape Ecol. 25. pp. 1147-1150

Go to top